αντρολόι

αντρολόι
το
-γιού, πολλοί άντρες μαζεμένοι: Το αντρολόι στην πλατεία του χωριού συζητούσε όσα έγιναν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντρολόι — κ. λόγι, το πλήθος ανδρών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”